ἀγκιστροειδές

ἀγκιστροειδές
ἀγκιστροειδής
hook-shaped
masc/fem voc sg
ἀγκιστροειδής
hook-shaped
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γάντζος — και γάτζος και σγάντζος 1. αρπάγη, αγκιστροειδές όργανο που χρησιμεύει για ανάρτηση ή εξάρτηση διαφόρων αντικειμένων 2. κοντάρι με σιδερένιο γάντζο στην άκρη για να τραβούν μεγάλα ψάρια πάνω στη βάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) gαnzo, ιταλ. gancio… …   Dictionary of Greek

  • γυπάετος — (gypaetus).Γένος πτηνών του αθροίσματος των αρπακτικών, της οικογένειας των ιερακοειδών ή ιερακιδών. Τα πουλιά αυτά έχουν εύρωστο σώμα, ισχυρό και αγκιστροειδές στην άκρη του ράμφος και μακριές φτερούγες. Στο γένος αυτό ανήκει μόνο ένα είδος, ο γ …   Dictionary of Greek

  • επακόντιος — ον και α, ο 1. ο στερεωμένος πάνω σε ακόντιο «επακόντιος τορπίλλη» παλαιότερο είδος τορπίλλης που τήν τοποθετούσαν πάνω σε κοντάρι προσαρμοσμένο στην πλώρη τού πλοίου 2. το ουδ. ως ουσ. επακόντιο(ν) μεταλλικό αγκιστροειδές εξάρτημα στην άκρη… …   Dictionary of Greek

  • κουμπωτήρι — το [κουμπώνω] αγκιστροειδές εργαλείο για το κούμπωμα κουμπιών παπουτσιών και ενδυμάτων …   Dictionary of Greek

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • μπράγκα — (Braga). Πόλη (114.500 κάτ.) της Πορτογαλίας κοντά στο νομό Μίνιο. Είναι από τις σημαντικές εμπορικές και βιομηχανικές πόλης της Πορτογαλίας. Έχει βιομηχανίες κοσμημάτων, κλωστοϋφαντουργίας, ειδών κάνναβης, πυροβόλων όπλων και μαχαιριών. Η εύφορη …   Dictionary of Greek

  • πελώρεον — το ζωολ. γένος άχαρων ωδικών πτηνών, με λεπτό αγκιστροειδές ράμφος, τής οικογένειας τιμαλιίδες, αποτελούμενο από 32 είδη, το οποίο απαντά από την Αφρική μέχρι τη Μαλαισία και ζει στον υποόροφο τών τροπικών δασών …   Dictionary of Greek

  • στυπάγρα — η, Ν (λόγιος τ.) μικρό αγκιστροειδές εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή βύσματος που φράζει σωλήνα ή για την εξαγωγή τού στυππείου κατά την απογέμιση τών πυροβόλων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυπ(π) είο + άγρα (πρβλ. πυρ άγρα). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

  • φίδια — (οφίδια). Υπόταξη της ομοταξίας των ερπετών, που αποτελούν, μαζί με τα σαυροειδή, την τάξη των λεπιδωτών. Τα φ. παρουσιάζουν διάφορα τυπικά χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων κυρίως το σχήμα, πάντοτε επίμηκες, και η έλλειψη άκρων (μόνο σε μερικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”